Το ταξίδι ανατολικά από το Φιγκουέρας ώς το Καντακές, περνά μέσα από ένα απέραντο ανοιχτό χώρο που, με τον ουρανό και τους μικρούς λόφους του, διακρίνεται στους πίνακες του Νταλί (της δεκαετίας του 1930) «Ισπανία» και «Μαλακή κατασκευή με βραστά φασόλια (προαίσθημα Εμφύλιου Πολέμου)».
Για τον Νταλί, είναι το τοπίο της Λα Μάντσα όπου περιπλανιόταν, μέσα στην τρέλα του ο Δον Κιχώτης, ένας ξερός, σκονισμένος τόπος όπου ο καλλιτέχνης βλέπει να διαδραματίζεται η τραγωδία της Ισπανίας. Το σημαντικό όμως το βλέπεις, όταν κατεβαίνεις στο Καντακές. Ο,τι άλλο αν είναι ο Νταλί, είναι κύρια ο τοπιογράφος της Ισπανίας. Η επίμονη επανεμφάνιση των βράχων και των γκρεμών της μοναδικής αυτής ακτής, ριζώνει την τέχνη του σε ένα πραγματικό, φυσικό πλαίσιο μνήμης και επιθυμίας. Μαζεύω το κέλυφος ενός κάβουρα από μια λιμνούλα στο Καντακές και κοιτάζοντας το πορτρέτο του Πολ Ελυάρ που έχει ζωγραφίσει ο Νταλί, αναγνωρίζω ότι μια λεοντοκεφαλή του πίνακα βασίζεται ακριβώς στο σχήμα ενός τέτοιου υπολείμματος.
Ο Φρόιντ συνέκρινε τη μέθοδό του με αυτή του αρχαιολόγου που σκάβει και ανακαλύπτει σε στρώματα, το ένα κάτω από το άλλο, θαμμένο στο παρελθόν, όλα ταυτόχρονα υπάρχοντας στο ίδιο μυαλό. Τούτο αναπαριστά και την υπερρεαλιστική τέχνη. Στους πίνακες του Μαξ Ερνστ με τα στίφη βαρβάρων, τα άγρια δάση και τις χαμένες πόλεις, έχεις αυτή την αρχαιολογική αίσθηση της συνύφανσης, όπως την έχεις και στις μελαγχολικές κλασικές πόλεις του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, όπου πάντα υπάρχει μια νεκρή στιγμή στο μεσογειακό απομεσήμερο.
Ο υπερρεαλισμός είναι για τον χρόνο. Για την αινιγματική, αόριστη φύση της μνήμης, για τη λιωμένη υφή της εμπειρίας. Τα βράχια του Καντακές δεν είναι μόνο βιομορφικά σχήματα στην απόσταση αλλά, από κοντά, υφή σε στρώσεις. Τα βράχια αυτά είναι απομεινάρια ενός τεράστιου ρεύματος λάβας που τινάχτηκε από κάποιο αρχαίο ηφαίστειο. Κυλώντας από βορρά προς νότο, ο άσπρος φλογερός ποταμός κατακάθισε, σε στρώματα που πήχτηκαν και στερεοποιήθηκαν κατά μήκος της ακτής. Τα λιωμένα ρολόγια του Νταλί λένε τον χρόνο της γης, στη ρευστότητά του.
Ψάχνω το κέλυφος που μάζεψα από τη θάλασσα του Καντακές κι ένα θαλάσσιο σκαντζοχοιράκι το οποίο ίσως σχετίζεται με εκείνο στο ξυρισμένο κεφάλι του Νταλί, σε μια φωτογραφία όπου μοιάζει με μοϊκανό. Ομως όταν έφτασα πια στο σπίτι μου, είχαν γίνει σκόνη μες στην τσάντα μου. Ο Υπερρεαλισμός, όπως τον βιώνουμε σήμερα, είναι η σκόνη, τα κομμάτια της τελευταίας, μεγάλης επαναστατικής τέχνης στην Ευρώπη.
Σκαρφαλώνω στα βράχια που σκεπάζουν την ακτή του Καντακές στη βορειοανατολική Ισπανία. Μοιάζουν με λιωμένα κομμάτια ψωμί βουτηγμένα σε μια σούπα από θαλασσινό νερό. «Υπερρεαλιστικό» είναι μια λέξη που εύκολα λέμε σήμερα αφού έχει περάσει ένας αιώνας από τότε που τη σμίλεψε ο ποιητής Γκιγιόμ Απολινέρ. Ομως, αν υπάρχει ένας τόπος στον κόσμο που να δίνει ένα ακριβές και ιστορικό νόημα στις λέξεις «υπερρεαλιστικό» και «υπερρεαλισμός», αυτός βρίσκεται ανάμεσα σε τούτα τα βράχια. Σκαρφαλώνοντάς τα, μπαίνεις σ' ένα παραμορφωμένο κόσμο κατοικημένο από μικροσκοπικά τέρατα.
Θωρακισμένα ασπόνδυλα όντα σέρνονται, μέσα κι εξω από το νερό, σε άμορφους σχηματισμούς. Βάζω το χέρι μου για να πιάσω ένα κοχύλι και νιώθω τα δάχτυλά μου να χτυπούν, οι πορτοκαλιές δαγκάνες ενός κάβουρα.
Μπορεί κανείς να διαβάσει στους πυριγενείς αυτούς σχηματισμούς όπως ξεδιπλώνουν το γεωλογικό τοπίο της Καταλωνίας, ολόκληρη την ιστορία του Υπερρεαλισμού, από τα κολάζ του Μαξ Ερνστ, ώς τον Αστακό-Τηλέφωνο του Σαλβαντόρ Νταλί. Κάθομαι στην άκρη ενός χαραγμένου βράχου. Αν έπεφτα, θα έβρισκαν άραγε τον σκελετό μου σαν τα κόκαλα των τεσσάρων νεκρών επισκόπων στην «Εποχή του χρυσού», την υπερρεαλιστική ταινία που γύρισε εδώ, το 1930, ο Λουίς Μπουνιουέλ; Τα βράχια αυτά είχε δείξει πριν από χρόνια, στον Μπουνιουέλ, ο φίλος του από το κολέγιο Σαλβαντόρ Νταλί. Εδώ έγραψαν το σενάριο της σκανδαλώδους ταινίας τους «Ενας Ανδαλουσιανός σκύλος». Ο Νταλί ήταν από το Φιγκουέρας, της πεδιάδας Αμπουρδάν, πέρα από τα βουνά που κυκλώνουν το Καντακές, εδώ όμως πέρασε τα παιδιά του καλοκαίρια, εξερευνώντας τις λιμνούλες μες στα βράχια και βασανίζοντας τα θαλασσινά πλάσματα.
Στα μάτια των περισσότερων ανθρώπων είναι ένα όμορφο μεσογειακό τοπίο· και σίγουρα ήταν όμορφο στα μάτια του στενού φίλου του Νταλί, ποιητή Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα, που ο Νταλί τον έφερε εδώ στη δεκαετία του 1920. Στην «Ωδή στον Σαλβαντόρ Νταλί», ο Λόρκα υμνεί την αντανάκλαση του φεγγαριού, στον μικρό, ήσυχο κόλπο. Η ευαισθησία όμως του Μπουνιουέλ και του Νταλί ήταν πιο κοινή. Οταν έγραφαν το σενάριό τους εδώ, θυμήθηκαν το ποίημα του Λόρκα και το σνομπάρισαν. Στις αρχικές σκηνές της ταινίας που οραματίζονταν, ένα μικρό άσπρο σύννεφο, περνάει μπροστά από μια γεμάτη σελήνη· ένα ωραίο νυχτερινό. Αμέσως μετά έρχεται ένα ξυράφι που κόβει τον βολβό ενός ματιού.
Καθισμένος σε αυτά τα βράχια, φαντάζομαι τον Νταλί και τον Μπουνιουέλ κάτω στην ακρογιαλιά κοιτάζοντας το φεγγάρι πάνω στο νερό και σνομπάροντας ό,τι υποβάθμιζαν ως ποίηση του Λόρκα. Οι δύο τους, τελικά, γύρισαν τον «Ανδαλουσιανό σκύλο», στο Παρίσι και το έργο τους, θαυμάζεται έως σήμερα ως η πιο τολμηρή 17λεπτη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου. Ακριβέστερα, από την εναρκτήρια σκηνή του κοψίματος του ματιού, έως τις σκηνές με τους παπάδες και του ποδηλάτη ντυμένου ως μικρή Ολλανδέζα, είναι πολύ αστεία ταινία. Οχι απλά διασκεδαστική, αλλά έξαιρετικά αστεία φέρνοντας γέλια. Αλλωστε, ο Νταλί δεν έβλεπε να υπάρχει χάσμα μεταξύ της αβάν γκαρντ και του μαζικού πολιτισμού. Μπορούσε να προβάλει με τόση ευφυΐα τα όνειρά του ώστε γοήτευσε όλους τους σκηνογράφους, συμπεριλαμβανομένων και του Χόλιγουντ, όπου και εργάστηκε με τον Αλφρεντ Χίτσκοκ ακόμη και τον Ουόλτ Ντίσνεϊ. Σχεδίασε καναπέδες σε σχήμα χειλιών που είναι τώρα από τα κυριότερα εκθέματα της έκθεσης «Υπερρεαλιστικά πράγματα: Υπερρεαλισμός και Ντιζάιν» στο Μουσείο Αλβέρτου και Βικτωρίας στο Λονδίνο· κι ακόμη δημιούργησε ένα ολόκληρο δωμάτιο με τα έπιπλα διαρρυθμισμένα έτσι ώστε το σύνολο να μοιάζει με το πρόσωπο της Μάε Γουέστ. Τίποτα από αυτά δεν συνιστούσαν προδοσία του Υπερρεαλισμού, όπως τον κατηγόρησαν ο Μπρετόν και οι ομοϊδεάτες του, αφού τον εκδίωξαν από το κίνημα επειδή ο Νταλί είχε ομολογήσει ότι τον γοήτευε ο Χίτλερ. Ο υπερρεαλισμός ήταν η απόπειρα να απελευθερωθεί το «θαύμα» μέσα στην καθημερινή ζωή. Ο Νταλί ως έξυπνος άνθρωπος είδε ότι τούτο συνδέεται άμεσα με την αρχιτεκτονική, η οποία και σχηματίζει το περιβάλλον εντός του οποίου περνάμε την καθημερινή μας ζωή.
Σε τούτο ήρωάς του ήταν ο αρχιτέκτονας Αντόνι Γκάουδι. Στο Φιγκουέρας βλέπει κανείς την επιθυμία του Νταλί να δημιουργήσει ένα ολότελα φανταστικό περιβάλλον, όπως το Κάζα Μπατλό του Γκάουδι. Αυτό είναι και το Αστακός - Τηλέφωνο, το Δωμάτιο Μάε Γουέστ, η αντικατάσταση της πραγματικότητας με τη φαντασία, όπως το επεχείρησε ο Γκάουδι στην αρχιτεκτονική. Ο Νταλί το έκανε με έναν τρόπο που ο καθένας μπορούσε να καταλάβει. Γι' αυτό και γρήγορα οι σχεδιαστές άρχισαν να κάνουν υπερρεαλιστικά ρούχα και ο Σέσιλ Μπίτον να βγάζει υπερρεαλιστικές φωτογραφίες. Ο Νταλί τελικά ταξίδεψε πολύ μακριά από τον τόπο που τον γέννησε και μερικοί λένε ότι πούλησε τη ψυχή του στους Αμερικανούς. Αναζητώντας τα παιδικά του χρόνια, ανάμεσα στα βράχια της Καταλωνίας, είναι ακριβώς η προσπάθεια ανεύρεσης της αυθεντικής, υπερρεαλιστικής ψυχής.