Monday, October 22, 2007

Στον κόσμο του Gibson.

Στον κόσμο του Gibson, η ατομικότητα έχει αδειαστεί στα μέσα τον κόσμου, και από το ένα βιβλίο στο άλλο οι χαρακτήρες κινούνται σαν άδεια σάρκινα δοχεία αναζητώντας απελπισμένα φορτίο στην ερημιά, είναι εκτοπισμένες ψυχές που ποθούν την υπερβατική εμπειρία, αλλά μοιράζονται μια υποβόσκουσα παράλυση. Ο Gibson, προσθέτοντας στον ερημότοπο, μια από τις δυνατότερες εικόνες της ε.φ., τεχνολογικό εξοπλισμό, ονόματα προϊόντων, ιαπωνικές εταιρείες και. άγριους δρόμους, με παραστατική, ρευστή πρόζα, δημιούργησε το οριστικό κυβερνοπάνκ βιβλίο. Το κενό της «ερημιάς» διαπερνά στο τέλος τα «πράγματα» του κόσμου, δημιουργώντας την αίσθηση πως είναι τελικά μάταια.

Έχοντας πλέον όνομα, «ιδεολογία» και αισθητική, το νέο κίνημα δημιουργεί εκ των υστέρων την προϊστορία του υιοθετώντας πολιτιστικά έργα τον παρελθόντος ως στοιχεία που βοήθησαν στο σχηματισμό του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο «Συνοπτικός Οδηγός του Κυβερνοπάνκ» του συγγραφέα ε.φ. Richard Cadrey (Metrophage, 1988), που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο Storming the Reality Studio' Α Casebook of Cyberpunk and Postmodern Science Fiction (1992), που επιμελήθηκε o Λάρυ ΜακΚάφερυ. Όπως ο Brian Aldiss τοποθετεί τον Φρανκενστάιν (1818) της Mary Shelley στη βάση της ε.φ., έτσι και ο κατάλογος του Cadrey ξεκινά μ' αυτό: η ανακύκλωση των μελών του σώματος, η δημιουργία ζωής (ή τεράτων), η εκδίκηση, η επική καταδίωξη, ο ιδιοφυής επιστήμονας που δουλεύει στο περιθώριο του νόμου, ολόκληρο το βιβλίο θεωρείται μια μεγάλη συλλογή μοτίβων και κλισέ της ε.φ. Επίσης, η σχιζοφρενική αντιμετώπιση της επιστήμης είναι παρόμοια μ' εκείνη της μεταμοντέρνας κουλτούρας.

Στον ίδιο κατάλογο αναφέρεται ο Ντάσιελ Χάμμετ (Red Harvest, 1929), ο Raymond Chandler (Ο Μεγάλος 'Ύπνος, 1939), o Alfred Bester (Το Πεπρωμένο μου Είναι τα Αστρα, 1955), τα βιβλία του W. Burroughs, του Marshall MacLuhan και του Tόμας Πύνσον, αλλά και το Κουρδιστό Πορτοκάλι (1962, Anthony Burgess), δίσκοι όπως αυτοί των Velvet Underground, των Can, της Patti Smith και των Sex Pistols, και ταινίες όπως το Dawn of the Dead (1978, George Romero), το Videodrome (1983, David Cronenberg) και η τηλεοπτική σειρά Μax Headroom.

Στον ακαδημαϊκό χώρο, το βιβλίο Τhe Postmodern Condition (1979) του Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ μπορεί να θεωρηθεί το κατεξοχήν φιλοσοφικό σχεδιάγραμμα του κυβερνοπάνκ. Ποια θα είναι η αντίδραση στην τάση επικράτησης των κομπιούτερ στις κοινωνικές δομές;

Πώς θα αποφευχθεί η δυστοπική προοπτική ενός παγκοσμίου πληροφοριακού μονοπωλίου; Ο Λυοτάρ έχει την αισιόδοξη άποψη πως η ικανότητα της επιστήμης για αλλαγή, καινοτομία και ανανέωση θα καταρρίψει τελικά το καταπιεστικό σύστημα που την χρηματοδοτεί.

Ακόμη, ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ζαν Μπωντριγιάρ στο βιβλίο του Sirnulations (1983) οργιάζει σ' έναν λαβύρινθο επιστημολογικών διλημμάτων, προσομοιώσεων εμπειριών και επιθυμιών, αναπτύσσοντας την έννοια του «simulacrum» - του αντιγράφου χωρίς πρωτότυπο - δημιουργώντας ένα σημαντικό ορόσημο στη μεταμοντέρνα κουλτούρα. Κατορθώνει να δώσει την εντύπωση πως πίσω από τους νεολογισμούς και την πολύπλοκη ρητορική του έχει αγγίξει κάτι πραγματικό μέσα από τις νεφελώδεις αφαιρέσεις του μεταμοντερνισμού, χρησιμοποιώντας ως σημεία αναφοράς την Disneyland' τον Ρήγκαν και άλλες οικείες μορφές-σύμβολα της σύγχρονης αμερικανικής ζωής.

Πιο ενδιαφέρον απ' όλα, όμως, ίσως είναι. το δοκίμιο του Fredric Jameson «Ρostmodernism, or the Cultural Logic of Late Capitalism», πού δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου 1984 του περιοδικού New Left Review. Θεωρείται η σαφέστερη και πειστικότερη περιγραφή των βασικών στοιχείων του μεταμοντερνισμού. Οι προτάσεις του Jameson, πολλές από τις οποίες έχουμε ήδη αναφέρει (η αγάπη για το κολλάζ και το pastiche, η έμφαση στην «επιφάνεια» έναντι, του «βάθους», η εσκεμμένη προβολή της υπερπληροφόρησης και των συμβόλων χωρίς αναφορά - που κάνουν τα άτομα ανίκανα να τοποθετηθούν φυσικά και ψυχολογικά - η παράξενη «ευφορική» αντίδραση απέναντι στην αισθητηριακή υπερφόρτιση, η έλλειψη συναισθήματος, η νοσταλγία) ταιριάζουν απόλυτα στη θεματολογία και τις στιλιστικές τάσεις του κυβερνοπάνκ.

Η Βίβιαν Σόμπτσακ, στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου της The American Sciense Fiction Film (1987) ακολουθεί τη συλλογιστική αυτή προβλέποντας μάλιστα. έναν «μεταφουτουρισμό». Το 1991 ο Jameson ανέπτυξε τις προτάσεις του στο βιβλίο Postmodernism, διατυπώνοντας την άποψη πως το κυβερνοπάνκ είναι η ανώτερη λογοτεyνική έκφραση «αν όχι του μεταμοντέρνου, τότε του ίδιου του τελευταίου σταδίου του καπιταλισμού».

Τελικά, αυτό το «τελευταίο στάδιο τον καπιταλισμού», η σημερινή μεταβιομηχανική κοινωνία με τη φαινομενική έλλειψη αντιτιθέμενων κοινωνικών πρακτικών σε εφαρμοσμένο επίπεδο, συνεχίζει να αναζητά το εργαλείο έρευνας και ανάλυσής του. Η μεταμοντέρνα κοινωνική θεωρία φαίνεται να έχει μεγάλα περιθώρια εξέλιξης σε κάτι. καινούριο, πιο θετικό και ολοκληρωμένο.

Παράλληλα, ξέρουμε ότι τα διάφορα κινήματα που εμφανίζονται στο χώρο της αισθητικής δεν είναι ξεκάρφωτα' έχουν μια συνέχεια, ακολουθούν μια εξελικτική